- ἀποστολιμαῖος
- ἀπο-στολιμαῖος, abgesandt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀποστολιμαίαις — ἀποστολιμαῖος sent off fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολιμαίου — ἀποστολιμαῖος sent off masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολιμαίους — ἀποστολιμαῖος sent off masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστολιμαία — ἀποστολιμαίᾱ , ἀποστολιμαῖος sent off fem nom/voc/acc dual ἀποστολιμαίᾱ , ἀποστολιμαῖος sent off fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)